- διάβορος
- διάβορος, -ον (Α)1. ενεργ. αυτός που κατατρώγει2. παθ. αυτός που έχει φθαρεί, που έχει υποστεί φθορά.[ΕΤΥΜΟΛ. < δια + -βορος < βορά*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διάβορος — διαβόρος devouring masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάβορον — διαβόρος devouring masc/fem acc sg διαβόρος devouring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβόρου — διαβόρος devouring masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβόρῳ — διαβόρος devouring masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορά — η (AM βορά) η τροφή, κυρίως για σαρκοφάγα ζώα αρχ. 1. οποιαδήποτε τροφή 2. φρ. «γαστρὸς βορά» λαιμαργία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βορά (τραγικοί, Ηρόδ., Αριστοτ.) αποτελεί όνομα δηλωτικό δράσεως που ανάγεται σε αρχική ινδοευρ. ρίζα *gwer «καταπίνω,… … Dictionary of Greek